Κάποτε Ήμασταν πολεμιστές. και πολεμούσαμε χέρι με χέρι αυτά που θα μας χώριζαν. με τον καιρό φτωχύναμε. πάγωσαν οι παλάμες, λύθηκαν τα δάχτυλά μας, ορφάνεψαν τα χρώματα, η γλώσσα μας βουβάθηκε. χωρίς το γιατί, κηρύξαμε μεταξύ μας πόλεμο. στα κρυφά, για να μην βρίσκει χώρο η καταλαγή και ρόλο η αιτία. καμμιά αποδοχή της φθαρτότητας και των σφαλμάτων. φρυγμένα σπαρτά οι υποσχέσεις, είλωτες της οθόνης εμείς, ωκεανός των χειμώνων μας το διαδίκτυο που μέσα του βυθιστήκαμε αναζητώντας εικονικούς εχθρούς και επίπλαστα λάφυρα.
Υπήρχαν και οι στιγμές που μας γύριζαν πίσω, στην ψυχή μας. θυμόταν το αίμα που κάποτε απλώθηκε πάνω μας, κύτταρα αθωότητας που δεν νεκρώθηκαν έως το σήμερα.
Έχουμε εχθρό, τους χειμώνες μας. έχουμε και σύμμαχο, την αθωότητά μας. ας πορευτούμε με αυτά.
Όλα ξεκίνησαν από ένα Σ' αγαπώ. Μια ύπαρξη είπε Σ' αγαπώ σε μια άλλη ύπαρξη και γεννήθηκε η ζωή, ήσουν εσύ και ήμουν εγώ. Όμως πριν την προϊστορία μας υπήρχε η προϊστορία της. Υπήρχε το ποτέ, υπήρχε και το Σ' αγαπώ. Ξέρουμε λοιπόν πως το Σ' αγαπώ ποτέ δεν ξεκίνησε, πάντα υπήρχε.
Για όσο θα έχω ερωτήσεις που περιμένουν απάντηση το δικό μου Σ' αγαπώ θα λουφάζει σε κάποια άκρη του χρόνου, εκεί που συνέβη πριν να συμβεί. Δεν περιμένει κάποιο τέλος γιατί δεν έχει κάποια αρχή.
στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές,
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους, και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές γι’ αυτούς που αγαπάμε ούτε εννέα μήνες ούτε εννέα ζωές
Και σου λέω πάλι εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι.
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν
2 είδαν.. άκουσαν.. είπαν:
δυό λέξεις να βάλω,
πάνω στο νερό του ποταμιού.
γραμμένες σ' ένα χάρτινο καραβάκι
και να φθάσουν.