γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη...
Διονύσιος Σολωμός
κάποτε περπατούσαμε
ντυμένοι με τη μεγαλοπρέπεια του έρωτά μας
θωρακισμένοι με τη θαλπωρή της αγάπης
μα σαν την περιφρονήσαμε
ξεθάρρεψαν οι αδυναμίες μας.
δίσταξε στων καιρών το κάλεσμα η αγάπη
και κάθε πτώση ήταν πια εφικτή
κάθε παραλογισμός δίκαιος
και κάθε θάνατος αναπόφευκτος.
υπήρξε γέννηση στα θεμέλια της ύπαρξής μας
και υπήρχε έξαρση
κι' αγάπη παντού
σαν το ψωμί, σαν το κρασί
σαν τα τσιγάρα μας.
δεν ήμασταν (τότε) άνθρωποι της πανοπλίας
αλλά κατείχαμε από τη γέννα μας τη γνώση
ότι δεν θα στεκόμασταν απολύτως αντάξιοι της ψυχής μας
αντάξιοι της θεϊκής εντολής να γίνουμε ένα με τα όνειρά μας
υποσχεθήκαμε όμως πως θα παλαίψουμε γι αυτό
με εντιμότητα και καλωσύνη.
δεν προλάβαμε όμως να αφηγηθούμε την ιστορία μας
γιατί μόνο τότε θα μπορούσαμε να πάμε πιο πέρα
να εμπιστευόμαστε
να μην εχθρευόμαστε
να μη μας φοβίζουν οι οφθαλμαπάτες των ερήμων μας.
μαρτυρία
"πάνε πέντε χρόνια από τότε που χωριστήκαμε και μπορώ να σας πώ ότι δεν πέρασε ούτε μια μέρα από αυτά τα ατέλειωτα χρόνια που η φράση σας να μη στριφογύριζε στο νού μου. ''Δεν αγαπάτε τη χώρα σας''. Καθώς σκέφτομαι σήμερα αυτές τις λέξεις νοιώθω κάτι να μου σφίγγει το λαιμό. Όχι, δεν την αγαπούσα αν αγάπη δεν σημαίνει το να απαιτούμε από το αντικείμενο της αγάπης μας να εξομοιωθεί με την ωραιότερη εικόνα που έχουμε γι' αυτό''.
"Πολλοί άνθρωποι στη Γαλλία σκέφτονταν σαν εμένα. Ωστόσο μερικοί από αυτούς βρέθηκαν κιόλας μπροστα στα "δώδεκα μικρά μαύρα μάτια"* του γερμανικού πεπρωμένου. Και αυτοί οι άνθρωποι που για σας δεν αγαπούσαν τη χώρα τους, έκαμαν γι᾽αυτή περισσότερα απ᾽όσα δεν θα κάνετε ποτέ για τη δική σας, ακόμη και αν μπορούσατε να τής δόσετε εκατό φορές τη ζωή σας. Γιατί χρειάστηκε να ξεκινήσουν από την ήττα῏και σ´αυτό το σημείο βρίσκεται ο ηρωϊσμός τους.
Αλμπέρ Καμύ-Γράμματα σε έναν Γερμανό φίλο.
*το εκτελεστικό απόσπασμα φωτογραφία: (αν έχει πια κανένα νόημα η πληροφορία αυτή). Ξημέρωμα στα χωριό πριν λίγες μέρες
Κάποτε Ήμασταν πολεμιστές. και πολεμούσαμε χέρι με χέρι αυτά που θα μας χώριζαν. με τον καιρό φτωχύναμε. πάγωσαν οι παλάμες, λύθηκαν τα δάχτυλά μας, ορφάνεψαν τα χρώματα, η γλώσσα μας βουβάθηκε. χωρίς το γιατί, κηρύξαμε μεταξύ μας πόλεμο. στα κρυφά, για να μην βρίσκει χώρο η καταλαγή και ρόλο η αιτία. καμμιά αποδοχή της φθαρτότητας και των σφαλμάτων. φρυγμένα σπαρτά οι υποσχέσεις, είλωτες της οθόνης εμείς, ωκεανός των χειμώνων μας το διαδίκτυο που μέσα του βυθιστήκαμε αναζητώντας εικονικούς εχθρούς και επίπλαστα λάφυρα.
Υπήρχαν και οι στιγμές που μας γύριζαν πίσω, στην ψυχή μας. θυμόταν το αίμα που κάποτε απλώθηκε πάνω μας, κύτταρα αθωότητας που δεν νεκρώθηκαν έως το σήμερα.
Έχουμε εχθρό, τους χειμώνες μας. έχουμε και σύμμαχο, την αθωότητά μας. ας πορευτούμε με αυτά.
Όλα ξεκίνησαν από ένα Σ' αγαπώ. Μια ύπαρξη είπε Σ' αγαπώ σε μια άλλη ύπαρξη και γεννήθηκε η ζωή, ήσουν εσύ και ήμουν εγώ. Όμως πριν την προϊστορία μας υπήρχε η προϊστορία της. Υπήρχε το ποτέ, υπήρχε και το Σ' αγαπώ. Ξέρουμε λοιπόν πως το Σ' αγαπώ ποτέ δεν ξεκίνησε, πάντα υπήρχε.
Για όσο θα έχω ερωτήσεις που περιμένουν απάντηση το δικό μου Σ' αγαπώ θα λουφάζει σε κάποια άκρη του χρόνου, εκεί που συνέβη πριν να συμβεί. Δεν περιμένει κάποιο τέλος γιατί δεν έχει κάποια αρχή.
στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές,
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους, και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές γι’ αυτούς που αγαπάμε ούτε εννέα μήνες ούτε εννέα ζωές
Και σου λέω πάλι εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι.
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν
εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν
Νάσε σίγουρη πως προτιμώ έναν θάνατο ένδοξο, σφραγίδα ενός ένδοξου
έρωτα και ενός άδοξου ονείρου. έναν θάνατο Ύμνο. μα δεν είμαι έτοιμος
για κάτι τέτοιο γιατί δεν έχω τη δύναμη αυτή. η αργο-πορεία μου αυτή
αργά-αργά κι αθόρυβα, και κρυφά από όλους σας, κρυφά και από την ψυχή
μου με στέλνει στην αγκαλιά ενός άλλου θανάτου, ενός θανάτου ευτελούς.
παραμονεύει από παντού, κάνει πως με αγκαλιάζει μα με πνίγει.σε πνίγει. και
αφανώς περιπλανιέμαι μια μες στο θάνατο και μια μες στη ζωή. και είναι
στιγμές που τον αποζητώ. καταφθάνει ορμητικός, το στήθος σφίγγει την
καρδιά κι αυτή βαριανασαίνοντας δέχεται το δηλητήριο χωρίς αντίδοτο. Όχι
δεν με κατηγορώ παρά για αυτή την ευτέλεια. Όλα μου τα μικρά ανομήματα
έχουν συγχωρεθεί, το ξέρω. μα αυτό που καιροί για συγχώρεση. που καιροί
για υψιπετή όνειρα.
2 είδαν.. άκουσαν.. είπαν:
δυό λέξεις να βάλω,
πάνω στο νερό του ποταμιού.
γραμμένες σ' ένα χάρτινο καραβάκι
και να φθάσουν.