Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στην Ελενίτσα μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στην Ελενίτσα μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

εξ' αδιαιρέτου

Γιατί κρυφές κι ανείπωτες οι τριβές των ανθρώπων μεταξύ τους; 
Αγγίγματα, σκουντήματα, συντρίμματα στο κύλισμά τους 
και σκοτεινιάζουν τα νερά, ρεύματα κι αντιρεύματα 
σπειροειδείς τροχιές, δίνες, αναφουσκώματα, χωνιά στροβιλισμών 
κι απάνω κάτω τα κορμιιά 
κοτρουβαλούν, χτυπιούνται και τσακίζονται. 
Κι όταν το Περιστέρι καταβαίνον ακράγγιξε τ' άγρια νερά της Πράξης 
αρπάχτηκε, μαδήθηκε σε ματωμένα ξέφτια και φτερά 
σέρνοντας και τον ξεσκισμένο ουρανό μαζί μες στις ρουφήκτρες 
και πού είναι ο ρούς, πού η οδός, πού ο κόσμος. 
Βύρων Λεοντάρης, Εκ Περάτων 

ημερολόγιο μάταιων πράξεων 
ανταριασμένη τετάρτη, σκοτεινιασμένο τ' απομεσήμερο, οργισμένος ουρανός. σε λίγο θάρθει η βροχή, κάποτε συνταξιδιώτης μου. πλημυρισμένες στο φως οι σταγόνες της ξέπλεναν τη σκόνη της ψυχής μου. μοιραζόμουν τα δώρα της με την τριγύρω πλάση, ευλογία να την πίνω, ανάταση να μην τη φοβάμαι. χέρι-χέρι με ταξίδευε ως της ψυχής τα τρίσβαθα, μ' άφηνε εκεί μέρες ολόκληρες, κυλούσαν οι μέρες η καθεμιά με τις δικές της αναλαμπές, η καθεμιά με τις απώλειές της. πια η βροχή δεν με ταξιδεύει, δεν ανακαλεί τις εικόνες που μ' έκαναν κάποτε να την ποθώ. με κρύβει κάτω από την ομπρέλα του φόβου μου, μου αποστερεί την ξέγνοιαστη βόλτα σε δρόμους, που τα χρώματά τους φωτίζουν με το επίπλαστο τις όψεις των ανθρώπων. μόνη μου ανάγκη το φως, ν'αντιστέκεται στις δίνες της κατάθλιψής μου. 

Τ' ασήμαντα, τα τιποτένια αυτά μονάχα σώζονται στο χρόνο 
αυτά έχουν ανάγκη οι άνθρωποι 
μ' αυτά παρηγοριούνται, όχι με τα άλλα. 
Βύρων Λεοντάρης, Celle qui fut 

για σήμερα το πρόγραμμα λέει ειρηνοδικείο, μετά συνέλευση. θα φορέσω το καλό μου πρόσωπο, αυτό που μου σύστησαν οι πραγματογνώμονες της ψυχής μου, θα συναντήσω κόσμο. συνάντηση αποξηραμένων ψυχών και παθιασμένα λόγια για φορμολισμένα όνειρα. αν μπορούσα να εικονίσω αυτή τη σκηνή, το χρώμα μου θάταν το κόκκινο του μαρασμού. να φέρνει λίγο στο καφέ και στο μαύρο, σαν των αποξηραμένων σκατών ένα πράμα. δεν θα μιλήσω, τίποτα δεν θα ρωτήσω, δεν περιμένω απαντήσεις. οι άνθρωποι σήμερα για τα τιποτένια πρέπει να ρωτούν, για τα τιποτένια ν' απαντάνε, τα τιποτένια διαχειρίζονται. κρύβονται από την ψυχή τους, φοβούνται το εξ αδιαιρέτου των ονείρων και των πόθων τους. 

συναντάω και ανθρώπους που φοράνε το δικό μου πρόσωπο. κρύβουν με αυτό την αλήθειά τους. πάνω του διαβάζεις πείνα, δίψα, ανεργία, φτώχεια, φόβο, απελπισία, παραίτηση. όλα όσα αποτελούν την καύσιμη ύλη για τις μηχανές της ταυτοποίησης, όλα όσα τα γρανάζια της ισοπέδωσης και της κανονικότητας αλέθουν. πούναι η ψυχή, πούναι το όραμα, πούναι ο ουρανός. τα τιποτένια έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, τα τιποτένια δίνουν δουλειά στους επίδοξους σωτήρες. με τα τιποτένια ξορκίζω κι εγώ το χτικιό μου, τα τιποτένια είναι το γιατροσόφι μου. το συνέστησαν οι πραγματογνώμονες της ψυχής μου. 

σαν αποτελειώσει η συνέλευση θα γυρίσω στη φυλακή μου. θα βάλω το καλό μου πρόσωπο στην κρεμάστρα και θα πάρω αγκαλιά τα γατιά. θα δανειστώ κάτι από την αθωότητά τους. και σαν με βαρεθούν θ' ανοίξω το απαγορευμένο γιατροσόφι, την οθόνη, να κρυφτώ μέσα της. 


τόχω ανάγκη να συναντάω ανθρώπους, να αφουγκράζομαι την αφασία τους, να βολτάρω στα μονοπάτια των αυταπατών τους, να εμπαίζω τις εμμονές τους, να προσποιούμαι ότι μαγεύομαι με τα συνθήματά τους. θέλω να συναντάω ανθρώπους πού οι δικές τους αλήθειες είναι παράλληλες με την αλήθεια της δικής μου ύπαρξης. θάθελα κάτι παραπάνω ν' αποτολμήσω: να καλέσω στην παρέα μας την ψυχή μου να τους μαρτυρήσει την αλήθεια: πως τίποτα από αυτά δεν με ενδιαφέρει, πως περιπαίζω τις αυταπάτες τους, πως σιχαίνομαι τα συνθήματά τους, πως όλα αυτά κατάντησαν το γιατροσόφι για να αποδράσω από τη φυλακή της κατάθλιψής μου. θα αποδεχθώ τη συνενοχή μου στο μαστίγωμα των μάταιων πράξεων τους,  στην εξύβριση του αειθαλούς των αυταπατών τους. 

στο οροπέδιο 
όλες οι τετάρτες γένηκαν άλλοθι ζωής. όλο και πιο ανηφορικοί οι δρόμοι, μα τίποτα πια δεν έχω να πω. όσο και να ματώσουν οι λέξεις, παγιδευμένες στα κιτάπια του νού, σε χαρτιά και σε κιλομπάϊτ, το κόκκινο του τριαντάφυλλου δεν θα το αγγίξουν ποτέ, τη μυρωδιά του αίματος δεν θα την οσφρηστούν. θα απομείνουν μετεωριζόμενες στο ημισφαίριο της ματαιότητας, περιμένοντας την έκρηξη μιας καινής γενεσιουργίας για να αποχτήσουν ξανά την κοινή αναπαράσταση. 

πορεύομαι, πότε σαν προμηθέας (τί καυχησιά !) και πότε σαν σίσυφος. ζαλωμένος με το σακί των μάταιων πράξεων που στον πάτο του κρύβονται τα σταθμά και τα μέτρα της αλυσιτελούς ύπαρξής μου. πεζοπορώ σ' ένα οροπέδιο με γυμνές πέτρες και καλά κρυμμένα μυστικά. έξω νύχτα και μόνο οι αναλαμπές από μικρές εκρήξεις μαρτυρούν το χώρο και τον χρόνο, συντεταγμένες της κάθε ύπαρξης. εκρήξεις οργής ενός εγκαταλειμμένου μεγαλείου που βλέπει το χρόνο να αποστερείται από τα έργα μου. γρήγορα σβήνουν οι αναλαμπές, χάνονται. σαν τα όνειρα εκείνα που ενώ θες να κρατήσουν κι' άλλο, να τα προλάβει το φως, να του μαρτυρήσουν τον πρωτομάστορα που τάπλασε, τους μαστούς που τα τάϊσαν.

ικαρία, αγ. ισίδωρος

πεζοπορώ πέτρα την πέτρα, αφουγκράζομαι τους ήχους από παληές πατημασιές, σκύβω στην πιο άτρωτη κι' αφήνω πάνω της το γλυπτό αποτύπωμά μου. ελπίζω πως κάποτε κάποιος θα διαβάσει την αλήθεια του κόσμου μου, το μετέωρο της ύπαρξής μου και το απόρθητο των απαντήσεων που δεν μπόρεσα ποτέ να ερμηνεύσω. 

είναι οι κάποτε ζωντανοί που βάδησαν πάνω σ' αυτές τις πέτρες, κουβαλώντας ο καθείς τον θάνατό του. και τότε μου αποκαλύπτεται πως είναι το διάβα τόσων θανάτων που έδοσαν σ' αυτές τις πέτρες την ιερότητα και την εντιμότητα που σμίλεψαν οι αιώνες. και, κάνοντας ακόμη μερικά βήματα-ίσα να απομαγευτώ από αυτή τη νεφέλη φωτός, ανακαλύπτω πως πέτρες είναι οι ίδιες μας οι πράξεις. πέτρες μεγάλες, πέτρες μικρές, πέτρες βουνό, πέτρες βράχοι ή κόκκοι άμμου. όποιο και αν έχουν μέγεθος, φορούν πάνω τους την ανεξίτηλη εντιμότητα, την πραότητα και τη σεμνότητα του χάους όπου κατοικούν. χούς εί και εις χούν απελεύσει

ημερολόγιο ευτελών πράξεων (Ι)
όλα καταλήγουν κάποτε στον θάνατο. και καθώς καταγίνομαι με το να μην τον σκέφτομαι, μετράω απώλειες. καταφεύγω στους πραγματογνώμονες της ψυχής να κοστολογήσουν την επισκευή στα φτερά που λαβώθηκαν από ένα καρκινικό κομμάτι της σάρκας μας που ενυπήρχε μέσα της αφότου γεννηθήκαμε, που δεν προειδοποίησε ποτέ για την ύπαρξή του, που δεν πρόδωσε ποτέ την παρουσία του. 

έγινε μόνιμο καταφύγιό μου η ευτέλεια. ο δρόμος δεν ήταν ούτε μακρύς ως εκεί, ούτε ανηφορικός. ο λόγος μου έμενε μισός, οι λέξεις παραμορφωμένες όσο αρκούσε για να σκουριάζει η ψυχή. ξέρω μόνον εγώ το γιατί όπως ξέρω τη ζωή μου σε κάθε της στιγμή, στην κάθε βιαστική της μέρα που τρέχει να συμπτυχθεί με τις προηγούμενες. μια ιερουργία απόσταξης του όλου χρόνου μου. ιερουργία που στο τέλος της θα εικονισθεί μ' ένα συν -συζητώ, συμπονώ, συνυπάρχω-ή ένα πλην=το σκαλισμένο αποτύπωμα του θανάτου πάνω στην πέτρα που κάποτε η δύναμη της άφεσης θα το σμιλέψει να γίνει συν

γυμνός στη συσίφεια αυτή διαδρομή, οργίζομαι που ζαλώθηκα με το φορτίο τόσων μάταιων πράξεων, θυμώνω για το ανυπολόγιστο του βάρους του. αποζητώ να φύγω από τους άνυδρους αυτούς τόπους, όπου ούτε ένα κλωνί, ούτε ένα πουλί δεν θέλησε ποτέ να κατοικήσει. αποζητώ να ζυγιαστώ στη ζωή, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην ανυπαρξία και το θάνατο- μη επιλέγοντας το ο νεκρός δεδικαίωται. όσοι με τις μνήμες πορεύονται τον δύσκολο διαλέγουν δρόμο. 


και όπως καμμιά αρετή δεν είναι καμωμένη αμιγώς από ευγενή μέταλλα έτσι και κάθε μας σφάλμα δεν είναι παρά ένα μείγμα μιας μικρής δόσης ευγενούς μετάλλου και μιας μεγάλης δόσης άνθρακα. είναι η ίδια εκτροπή σαν αυτή που συναντάμε στα έργα πολλών δημιουργών: μια ευτέλεια απελευθερώνεται από τον χρωστήρα του καλλιτέχνη για να εισβάλλει στο αχανές της τελειότητας ενός πίνακα. και ποιός άλλος μπορεί να αποφανθεί για αυτή τη μείξη, για αυτή την εκτροπή παρά ετούτο το πανάρχαιο καντάρι του χρόνου, πιο αρχαίο και από εμάς, που εμπιστεύεται τη σοφία της σκουριάς του και μπορεί να διαγνώσει δίκαια την κάθε επιβουλή. είναι ο χρόνος που θα κρίνει την κάθε εκτροπή, την κάθε παράβλεψη, την κάθε αδυναμία, την κάθε ευτέλεια, την κάθε επιτήδευσή μας. 

λίθινη ισημερία 
μια φωτεινή μέρα ξημερώνει. μια εντολή να αποκτήσουν όλα τις διαστάσεις που τους εδόθησαν στους χρόνους του οικοδομείν. η γάτα γατζώνει τα νύχια της πάνω μου, με καλεί να βγούμε στο μπαλκόνι. την ακολουθώ μετρώντας τ' ανθισμένα της βεράντας. δεντρολίβανο, καλέντουλες, νυχτολούλουδο, γιασεμί. και ένα τριαντάφυλλο δαρμένο από τους καιρούς. σε λίγο θάρθουν κι οι μέλισσες για να μου θυμίσουν πως η ζωή είναι ποίηση και πως η ποίηση είναι η αλήθεια. 


κόκκινος ο ουρανός, κάθε στιγμή διαλέγει τα χρώματά της, το φώς ροκανίζει το μπόϊ της κάθε σκιάς. τόχουν οι σκιές, του κράτους τους η έπαρση πίσω από τα ψηλά τα τείχη να φωλιάζει. κάθε κομμάτι από φως χρωματισμένο από τις χαρμολύπες του προαιώνιου έρωτα. 

χαρμολύπες που δεν ζευγαρώνουν με το αν.
ζωή σε παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα χρόνο. 

σφικτά, δασιά τα δάκτυλα πλεγμένα
ένα το κορμί, σε μύριους πόθους αφημένο
του λώτ γυναίκα η μοναξιά 
μαρμαρωμένη, 
νερό αποζητά, πίσω στο χώμα να γυρίσει.

φόβος χωρίς τόπο 
κυριακή, δευτέρα, τρίτη και ..ξανά κυριακή. 
ξέρεις ότι Σε αγαπάω, 
μα ξέρω ότι φοβάσαι. 

όμως θυμήθηκα το αντίδοτο:
... το αντίβαρο εκείνο το σωστό που ο φόβος να πάψει να είναι φρένο αλλά το τσίγκλισμα για δημιουργία...

για να αποκτήσουν κάποτε οι λέξεις κοινή αναπαράσταση στα μάτια της ψυχής μας.

Σάββατο 8 Απριλίου 2017

φώς

ή ό,τι θάθελα μαζί σου να μοιράζομαι

την αφή της λάμψης των νοημάτων 

την απεραντοσύνη του κόσμου σε μια σπιθαμή γής


 την ταπεινότητα που ζητιανεύει την ομορφιά

την απανεμιά των άφθαρτων υποσχέσεων


τη λατρεία του κόσμου που μας γέννησε

γιατί ό,τι δεν μοιράζεται μαραζώνει.


(φωτο: αμμόλοφοι και θάλασσα στου Λίτζι, κοτσυφοφωλιά στο σπίτι, μη-με λησμόνει στον κήπο, χωράφι στην Κουλούμισα)

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Πρόσκληση


Αναμεταξύ τους ξένοι οι σταυροί μας,
πάνω τους καρφώθηκαν οι αλήθειες του καθενός, 
ειπωμένες και ανομολόγητες,
στεφανωμένοι από ξενύχτια και εφιάλτες,
κι από ρυτίδες που η έγνοια χάραξε
και η αγωνία, για τα αναπάντητα γιατί.

αμόλυντες ζωές που λαχταρούν να σμίξουν 
να πλανηθούν στα σκιερά τα μονοπάτια, 
να ξομολογηθούν στα πουλιά τους φόβους τους,
και στους αγγέλους τους 
το πως από τη στέρφα γη δραπέτευσαν.

Ύμνος η ζωή σαν (ξανα)σμίγει.
κι ευλογημένος ο ένας ο σταυρός,
και η ζωή που στ' όνομά του βαφτίστηκε.

δες πάλι,
πόση η έχθρα μου
για τον χωριστό σταυρό που προμηνύει θάνατο
αυτόν που πολλές φορές λύτρωση εφώναξα.

κι αν οι λέξεις μου είναι φτωχές
είναι γιατί η πηγή τους στερεύει.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ας ήξερα


λίγο νερό
μια σου μια ματιά φτάνει να κρατηθώ.

εσύ ξέρεις, ποθώ να ξέρεις,
πως κάθε λουλούδι του κόσμου είσαι εσύ
πως κάθε της βροχής σταγόνα είσαι εσύ
εσύ το κάθε αστέρι του ουρανού
το φεγγάρι και ο ήλιος μου εσύ.

όμως δες,
πως το "μακρυά" το χρώμα μου θολώνει. 

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

κάθε λέξη, όλες οι λέξεις, Εσύ



πόθοςελένη δρόμοςελένη φώςελένη έρωταςελένη ουρανόςελένη κρασίελένη αλήθειαελένη πίστηελένη πέλαγοςελένη πέφτωελένη κήποςελένη δέντροελένη  καληνύχταελένη αγκαλιάελένη ήλιοςελένη χάδιελένη χέριαελένη χθεςελένη μαζίελένη χιόνιελένη ανεβαίνωελένη ποτάμιελένη κορμίελένη πέτραελένη νερόελένη ψυχήελένη κύμαελένη πένθοςελένη δέοςελένη χαράελένη καταράχτηςελένη πονάωελένη βιβλίοελένη λαχτάρησαελένη φωνήελένη ξύλαελένη καρδιάελένη φεγγάριελένη ζωήελένηπέταγμαελένη τραγούδιελένη πατρίδαελένη νόστοςελένη ποίημαελένη παρηγοριάελένη μάναελένη ικεσίαελένη  σύνεφοελένη  ευχαριστώελένη  νούςελένη  εκδρομήελένη  χθεςελένη  μαζίελένη
πόθοςελένη δρόμοςελένη φώςελένη έρωταςελένη ουρανόςελένη κρασίελένη αλήθειαελένη πίστηελένη πέλαγοςελένη πέφτωελένη κήποςελένη δέντροελένη  καληνύχταελένη αγκαλιάελένη ήλιοςελένη χάδιελένη χέριαελένη χθεςελένη χιόνιελένη ανεβαίνωελένη ποτάμιελένη κορμίελένη πέτραελένη νερόελένη ψυχήελένη κύμαελένη πένθοςελένη δέοςελένη χαράελένη καταράχτηςελένη πονάωελένη βιβλίοελένη λαχτάρησαελένη φωνήελένη ξύλαελένη καρδιάελένη φεγγάριελένη ζωήελένη πέταγμαελένη τραγούδιελένη πατρίδαελένη νόστοςελένη ποίημαελένη παρηγοριάελένη μάναελένη ικεσίαελένη σύνεφοελένη ευχαριστώελένη νούςελένη εκδρομήελένη χθεςελένη μαζίελένη φοβάμαιελένη ομίχληελένη σκόνηελένη ντρέπομαιελένη γέναελένη χειμώναςελένη επιστροφήελένη αγρύπνιαελένη όνειραελένη καρπόςελένη λουλούδιελένη χωριόελένη τέλοςελένη αρχήελένη δέομαιελένη αραξοβόλιελένη παιδίελένη θύμησηελένη πάνταελένη θέροςελένη σώμαελένη αφήελένη χρώμαελένη αμαρτίαελένη στιγμήελένη τσιγάροελένη φευγιόελένη ταξίδιελένη θάλασσαελένη αίμαελένη θείονελένη ανατολήελένη άμμοςελένηη βουνόελένη κήποςελένη οδηγώελένη αύριοελένη διαβάζωελένη βλέπωελένη σπίτιελένη  φωτιάελένη άγνοιαελένη καπνόςελένη αστέριαελένη γραφήελένη καθρέφτηςελένη δάκρυελένη ποτέελένη μαναξιάελένη ουρλιαχτόελένη κατέβηκαελένη δροσιάελένη θρύψαλλαελένη  όνομαελένη χώμαελένη χρόνοςελένη απουσίαελένη νούςελένη χινόπωροελένη κούρασηελένη απόστασηελένη  λάθοςελένη σιωπήελένη λυγμόςελένη αγάπηελένη τάξιμοελένη καλημέραελένη καταχνιάελένη κύλαελένη λευτεριάελένη βόλταελένη κεράσιαελένη κάποτεελένη άνοιξηελένη βράδυελένη σούρουποελένη ανατριχίλαελένη πανηγύριελένη άνοιξεελένη ποτέελένη αντίστασηελένη αναστενάζωελένη βήμαελένη δείλιελένη διαδρομέςελένη πλαγιάελένη στεριάελένη φταίξιμοελένη αέραςελένη πλοίοελένη παιδίελένη χορόςελένη πάγοςελένη όχθηελένη θαύμαελένη σιωπήελένη ντροπήελένη άνεμοςελένη συνάντησηελένη μάηςελένη περιβόλιελένη βοριάςελένη άλμαελένη δικιάμουελένη σκιάελένη φράχτηςελένη φυλαχτόελένη  άνοιξηελένη  ερημιάελένη  θέλωελένη θυμόςελένη  μαγείαελένη λαχτάραελένη χαμόγελοελένη έγνοιαελένη  αχελένη τάξιμοελένη γιατίελένη πότεελένη μοιράζομαιελένη τίποταελένη ίσωςελένη πωςελένη μπορώελένη όρκοςελένη λευτεριάελένη ψυχήελένη θυμάμαιελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη σ'αγαπώελένη   σ'αγαπώελένη   σ'αγαπώελένη   σ'αγαπώελένη  σ'αγαπώελένη  σ'αγαπώελένη 


σ'αγαπώωωωελένη  

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

το δικό μου δέντρο


το δικό μου δέντρο δεν είναι της μιας γιορτής παιδί. γένα είναι της άνοιξης, ξανά του φθινοπώρου και με τα δάκρυά του ζωγραφίζεται η μελαγχολία της κυριακής. είναι του καλοκαιριού παιδί ταμένο ν' αγναντεύει μονοπάτια αθανασίας πέρα από τους ορίζοντες των ωκεανών και τα χαράματα να αποχαιρετά ένα ένα τ' αστέρια. Είναι και του χειμώνα παιδί και με τ' αγριεμένα κύματα θέλει να παλεύει. 

το δικό μου δέντρο δεν έχει λαμπιόνια, ούτε χάρτινες φάτνες, χρυσές κορδέλες και κάρτες ευχών. Η αγκαλιά του είναι η φάτνη του, αστέρι το φως των ματιών του, στολίδια τα ταξίδια της ψυχής του, τραγούδι ο σιωπηλός πόθος του για τον έρωτα. 

το δικό μου δέντρο είναι ριζωμένο στην πλαγιά, αντίκρυ από το παράθυρο που δείχνει το δρόμο για τη βουνοκορφή. τα κλαριά του παίρνουν το χρώμα του έρωτά μας, και το τραγούδι του, πότε χαρούμενο και πότε λυπητερό, σαγηνεύει την πλάση ολάκερη. 

το δικό μου δέντρο ψηλώνει, ριζώνοντας πιότερο στα πετρωμένα χώματα της ψυχής μου. το δικό μου δέντρο πίνει νερό απ' την πηγή που κάθε στιγμή ξεστομίζει...

...Γιατί δίχως να έχω να πω τίποτε άλλο, σ' αγαπώ. 

το δικό μου είναι ένας Ανθρωπος με την κάθε του στιγμή

το δικό μου δέντρο είσαι ΕΣΥ. 

υγ.
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς 
Και θα με βρείς
είτε σαν άστρο 
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος.
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
κι οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
μασάν χρυσόσκονη, πηδάνε τα ποτάμια.
Και περιμένουν 
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου,
να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου,
να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παραθυρό σου
το προσωπό μου φωτεινό 
να σχηματίζει αστερισμό
να σου χαμογελάει
και να σου ψιθυρίζει
Σ' αγαπώ
Μάνος Χατζιδάκις

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

αιωνιότητα


δυό σταγόνες βροχής
πάνω στις μέρες μας
να ξεπλύνουν τη σκόνη των καιρών.

δυό σ' αγαπώ
καλωσόρισμα και αποχωρισμός
δύναμη και φόβος

μια σκοτεινή γραμμή
μας χώρισε από το φώς.
και ό,τι δεν τολμήσαμε
η απομάγευση του για πάντα.

14 Μάη, 22 Ιούλη
η δική μου αιωνιότητα.