Κάποτε Ήμασταν πολεμιστές. και πολεμούσαμε χέρι με χέρι αυτά που θα μας χώριζαν. με τον καιρό φτωχύναμε. πάγωσαν οι παλάμες, λύθηκαν τα δάχτυλά μας, ορφάνεψαν τα χρώματα, η γλώσσα μας βουβάθηκε. χωρίς το γιατί, κηρύξαμε μεταξύ μας πόλεμο. στα κρυφά, για να μην βρίσκει χώρο η καταλαγή και ρόλο η αιτία. καμμιά αποδοχή της φθαρτότητας και των σφαλμάτων. φρυγμένα σπαρτά οι υποσχέσεις, είλωτες της οθόνης εμείς, ωκεανός των χειμώνων μας το διαδίκτυο που μέσα του βυθιστήκαμε αναζητώντας εικονικούς εχθρούς και επίπλαστα λάφυρα.
Υπήρχαν και οι στιγμές που μας γύριζαν πίσω, στην ψυχή μας. θυμόταν το αίμα που κάποτε απλώθηκε πάνω μας, κύτταρα αθωότητας που δεν νεκρώθηκαν έως το σήμερα.
Έχουμε εχθρό, τους χειμώνες μας. έχουμε και σύμμαχο, την αθωότητά μας. ας πορευτούμε με αυτά.
Όλα ξεκίνησαν από ένα Σ' αγαπώ. Μια ύπαρξη είπε Σ' αγαπώ σε μια άλλη ύπαρξη και γεννήθηκε η ζωή, ήσουν εσύ και ήμουν εγώ. Όμως πριν την προϊστορία μας υπήρχε η προϊστορία της. Υπήρχε το ποτέ, υπήρχε και το Σ' αγαπώ. Ξέρουμε λοιπόν πως το Σ' αγαπώ ποτέ δεν ξεκίνησε, πάντα υπήρχε.
Για όσο θα έχω ερωτήσεις που περιμένουν απάντηση το δικό μου Σ' αγαπώ θα λουφάζει σε κάποια άκρη του χρόνου, εκεί που συνέβη πριν να συμβεί. Δεν περιμένει κάποιο τέλος γιατί δεν έχει κάποια αρχή.
2 είδαν.. άκουσαν.. είπαν:
δυό λέξεις να βάλω,
πάνω στο νερό του ποταμιού.
γραμμένες σ' ένα χάρτινο καραβάκι
και να φθάσουν.