πως η ζωή κράτησε τις μνήμες
πως οι μνήμες κράτησαν τη ζωή...
Κατέβηκα στο χωριό αυτές τις μέρες, δουλειές στον κήπο, πάρε δόσε με τη φύση, δώρα από τον αυτοδιαχειριζόμενο κήπο, τα μυρίπνοα άνθη, τα δέντρα, τα πουλιά και ειδικά την οικογένεια της κυρα-Κοτσυφίνας.
Γεννήτορας πολλών θαυμάτων εκτός και εντός μας τούτος ο καιρός. πλησιάζει και η μέρα των ρουσαλιών, αντάμωμα ζώντων και τεθνεότων, σμίξιμο χρόνων που πέρασαν και χρόνων που μας διαφεντεύουν.
Ήταν γιορτή ο μάης και ο ιούνης. κι ας μας έβγαινε το λάδι στα χωράφια και στ' αμπέλια. φυτέματα, ραντίσματα, θειαφίσματα, ποτίσματα, σκαλίσματα, ξεβοτανίσματα. χάδι και ζεστή ματιά ζητά το κάθε κλαρί να καρποφορήσει, καρτέρεμα η πολυτίμητη εισφορά στην κοινή προκοπή.
δεν ξαναγράφεται ο χρόνος που, για κάποιο λόγο μυστικό
και από εμάς τους ίδιους, δεν αγγίζουμε τις πληγές του.
βρίσκουμε έτσι καταφύγιο στη βεβαιότητα της δικής μας αλήθειας,
μια βεβαιότητα που μας δίδαξε ο χρόνος της μέλλουσας ανυπαρξίας μας.
γιατί στο βάθος της πίστης μας φωλιάζει αυτός σαν δικός μας χρόνος,
Τις πρωτομαγιές τις μάθαμε σαν γιορτή του φωτός. δεν έφταναν σ' εμάς κείνα τα χρόνια τα όψιμα μηνύματα της πρωτομαγιάς, μα κι αν έφταναν ο κόσμος είχε άλλες έγνοιες και πολλά βάσανα.
Εικόνα της γιορτής οι μαγιοπούλες. ολημερίς μεθούσαν από το φώς του ήλιου και σαν βράδυαζε το έκλειναν σφικτά στην αγκαλιά τους μην και η νύχτα το σπαταλήσει. άφθονες στους κήπους, στις γράνες, στα χωράφια. γροσουζιά για όποιο σπίτι δεν τις είχε στην αυλή του έλεγε η μάνα.
Τα κορίτσια του χωριού τις μαδούσαν ασταμάτητα, μ' αγαπάει, δεν μ' αγαπάει… και η απάντηση πάντα η ίδια. Και μια και δυό και χίλιες φορές. για τα φτωχότερα παιδιά ήταν υλικό πολύτιμο για το μεροκάματο: μια βελόνα, κλωστή από την κουβαρίστρα, ένα σταφιλοκάλαθο με κομμένα άνθη εξασφάλιζαν γύρω στα τριάντα στεφάνια. έμενε να βρεθούν οι πελάτες που θα αγόραζαν τα φτωχικά τα φτηνά μας εργόχειρα. η δουλειά άρχιζε από το απόγευμα της παραμονής. η συλλογή λίγο μετά το μεσημέρι και μετά το πλέξμο. όλα έπρεπε να έχουν τελειώσει πριν το δειλινό μιας και οι ανθοί θάκλειναν τα πέταλά τους. ολοζώντανοι, ένοιωθαν τη μέρα και το δειλινό, τη νύχτα και το χάραμα. ένοιωθαν και τον δικό μας βάσανο και συμμερίζονταν την ανάγκη μας για λίγα λεφτά.
Σαν τελείωνε το πλέξιμο βγαίναμε στο δρόμο και τη στήναμε στα αυτοκίνητα δείχνοντας την πραμάτεια μας. λιγοστοί τότε οι οδηγοί, οι περισσότεροι από τη μεγάλη πόλη. περνούσαν και κάποιοι με zundapp και floretta που πρόθυμα αγόραζαν το ψιμύθι για το καμάρι τους. ήταν αρκετοί αυτοί που σταματούσαν και ψώνιζαν, μία δραχμή το σκέτο στεφάνι, ένα δίφραγκο τα μυρωδάτα με μαγιοπούλες και τριαντάφυλλο ή κλαρί ανθισμένης πορτοκαλιάς. η σοδειά πότε δέκα πέντε, πότε είκοσι και πότε τριάντα δραχμές, ένα κανονικό μεροκάματο δηλαδή. πανηγύρια στο σπίτι αν ξεπερνούσαμε τις είκοσι. μπράβο και του χρόνου μας έλεγε η μάνα. μα εμείς και την επόμενη μέρα πάλι στους δρόμους, να συμπληρωθεί το μεροκάματα σαν είχε βγεί λειψό. η άλλη μέρα ήταν η γιορτή του αηθανάση και είχε πανηγυράκι στο μοναστήρι έξω από το χωριό. τη στήναμε στον χωματόδρομο που οδηγούσε κατακεί.
Οι μαγιοπούλες, το ταπεινό αυτό λουλούδι έδινε μεροκάματο ακόμη και σε παιδιά 5 και έξι χρονών. φώς που έμμελε να μη σβήσει ποτέ από τη μνήμη τους.