Είμαστε ποτέ στ' αλήθεια μόνοι ;
Ήταν μια φορά ένα άνθρωπος που περπατούσε, περπατούσε, περπατούσε…Διέσχισε την έρημο της ζωής του κι' έφτασε μπροστά στον απέραντο ωκεανό. Και όταν ένιωσε έτοιμος να μπεί μέσα στο σκοτεινό νερό, γύρισε να κοιτάξει πίσω και ν' αποχαιρετίσει όλα όσα έζησε.
Και είδε πάνω στην άμμο της ερήμου τα χνάρια από τα βήματά του σ' όλη του τη ζωή.
Τα μέτρησε ένα ένα κι' όλα ήταν εκεί: τα περπατήματά του, οι δύσκολες στιγμές, τα χαρούμενα βήματα, οι στροφές, ό,τι καλό κι ό,τι πικρό είχε ζήσει. Χαμογέλασε σε όλα τούτα…
Κι εκεί που ετοιμαζότανε να ξαναγυρίσει προς το απύθμενο νερο, ξάφνου δίστασε. Του φάνηκε πως κάτι είδε δίπλα στα χνάρια από τα βήματά του. Κοίταξε πάλι, πιο προσεκτικά. Τότε διέκρινε μια σειρά από άλλα χνάρια, ακριβώς πλάι στα δικά του και κατάλαβε πως δεν είχε βαδίσει μόνος. Κάποιος πορευόταν δίπλα του. Παραξενεύτηκε. Δεν θυμότανε καμιά παρουσία τόσο πιστή και κοντινή.
Αναρωτήθηκε, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, ποιος να 'ταν αυτός που τον είχε συντροφέψει στο διάβα της ζωής του. Τότε μια φωνή ακούστηκε από παντού, από πουθενά και είπε:
-Εγώ ο πατέρας σου και πατέρας του κόσμου όλου.
Ο άνθρωπος που περπατούσε ένιωσε μιαν αρχέγονη χαρά να τον πλημμυρίζει και θυμήθηκε πως τη στιγμή που γεννήθηκε, ο πατέρας όλων των πλασμάτων του υποσχέθηκε να μην τον εγκαταλείψει ποτέ.
Ευτυχισμένος κοίταξε και πάλι την ατέλειωτη σειρά από διπλά χνάρια. Όμως, έξαφνα πρόσεξε πως ορισμένες μέρες της ζωής του, μια μόνο σειρά από χνάρια ήταν ορατή. Θυμήθηκε εκείνες τις μέρες. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να τις ξεχάσει ; Ήταν οι φοβερότερες μέρες, οι πιο σκοτεινές, οι πιο πικρές, οι απελπισμένες, τότε που νόμιζε πως δεν υπήρχε έλεος πουθενά-ούτε στη γή, ούτε στον ουρανό. Τότε, ο άνθρωπος που περπατούσε ένιωσε προδομένος, νικημένος, και είπε με παράπονο μεγάλο:
-Εσύ, που λες πως είσαι ο πατέρας μου και που όταν γεννήθηκα μου 'ταξες να μη μ' αφήσεις ποτέ μονάχο, πού ήσουνα τις μέρες της δυστυχίας, όταν σφάδαζα από πόνο γιατί δεν μπορούσα να σηκώσω το βάρος της ύπαρξής μου ;
Κι η φωνή από παντού, από πουθενά, αποκρίθηκε:
-Γιέ μου, αγαπημένε μου, τις μέρες της δυστυχίας, όταν απελπισμένος δεν μπορούσες να σηκώσεις το βάρος της ύπαρξής σου, τα χνάρια πάνω στην άμμο είναι τα δικά μου. Γιατί σε κρατούσα αγκαλιά…
από το βιβλίο της Λιλής Λαμπρέλλη Δέκα και ένα παραμύθια, εκδόσεις Πατάκη